Τι είναι η στένωση αορτικής βαλβίδας;
Η στένωση της αορτικής βαλβίδας είναι η πιο συχνή βαλβιδοπάθεια στην εποχή μας. Επηρεάζει κυρίως ασθενείς ηλικίας μεγαλύτερης των 70 ετών, ενώ και νεότεροι ασθενείς μπορούν να πάσχουν στα πλαίσια συγγενών καρδιοπαθειών, όπως η συγγενής δίπτυχη αορτική βαλβίδα.
Ο επιπολασμός της νόσου αυξάνεται στις δυτικές κοινωνίες, κυρίως εξαιτίας της γήρανσης του πληθυσμού, και αντιπροσωπεύει το 25-30% των βαλβιδοπαθειών των ενηλίκων. Σε ηλικίες άνω των 75 ετών η επίπτωση της νόσου υπολογίζεται μεταξύ 2.8-4.6%.
Η αορτική βαλβίδα αποτελείται από τρεις γλωχίνες και η ανατομική της θέση είναι μεταξύ της αριστερής κοιλίας και της αορτής. Κατά τη διάρκεια της καρδιακής συστολής η βαλβίδα ανοίγει και διασφαλίζει την εξώθηση του αίματος από την αριστερή κοιλία στην αορτή και κατόπιν στη συστηματική κυκλοφορία. Κατά τη διάρκεια της διαστολής της αριστερής κοιλίας η βαλβίδα κλείνει και διασφαλίζει τη διαστολική κοιλιακή πλήρωση με αίμα, χωρίς διαφυγή αυτού προς τη συστηματική κυκλοφορία.
Η στένωση της αορτικής βαλβίδας είναι το αποτέλεσμα επασβέστωσης και σκλήρυνσης των γλωχίνων της, με αποτέλεσμα τον περιορισμό της διάνοιξης της βαλβίδας και επακόλουθα την αναποτελεσματική προώθηση του αίματος από την αριστερή κοιλία της καρδιάς στην αορτή.
Η πιο συχνή αιτιολογία της πάθησης είναι η εκφυλιστική. Η στένωση της βαλβίδας αφορά κατά κανόνα ηλικιωμένους ασθενείς, επισυμβαίνει σταδιακά και η φυσική της πορεία είναι η επιδείνωση με την πάροδο των ετών. Η βαλβίδα είναι πολύ συχνά επασβεστωμένη.
Η δεύτερη πιο συχνή αιτία είναι η συγγενής δίπτυχη αορτική βαλβίδα. Η επίπτωση της νόσου είναι 1-2% στον γενικό πληθυσμό. Ανατομικά η αορτική βαλβίδα αποτελείται από δύο γλωχίνες. Στην περίπτωση αυτή οι ασθενείς είναι κατά κανόνα νεότερης ηλικίας (η στένωση της αορτικής βαλβίδας επισυμβαίνει 10-20 χρόνια νωρίτερα συγκριτικά με τους ασθενείς με τρίπτυχη αορτική βαλβίδα).
Πώς γίνεται η διάγνωση
Η διάγνωση γίνεται με το διαθωρακικό υπερηχογράφημα καρδιάς, που είναι σε θέση να αναγνωρίσει τον περιορισμό της διάνοιξης της αορτικής βαλβίδας και να ποσοτικοποιήσει τη σοβαρότητα της στένωσης. Ως σοβαρού βαθμού στένωση της αορτικής βαλβίδας ορίζεται η επιφάνεια του στομίου της βαλβίδας <1 cm2 (<0.6 cm2/m2) με κλίση πίεσης μεταξύ της αριστερής κοιλίας και της αορτής > 40 mm Hg. Σε ειδικές κατηγορίες ασθενών, όπως οι ασθενείς με πολυβαλβιδοπάθεια ή οι ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια και επηρεασμένη συστολική λειτουργικότητα της αριστερής κοιλίας, οι παραπάνω τιμές ενδέχεται να διαφοροποιούνται και να απαιτούνται περαιτέρω παρακλινικές εξετάσεις για την οριστικοποίηση της διάγνωσης (όπως το υπερηχογράφημα με stress, η αξονική τομογραφία ή η αιμοδυναμική αξιολόγηση).
Συμπτώματα
Τα βασικά συμπτώματα της νόσου είναι η συγκοπή (επεισόδια απώλειας συνείδησης με αυτόματη ανάνηψη αυτής), η στηθάγχη και η δύσπνοια κατά την κόπωση. Ασθενείς με σοβαρού βαθμού στένωση αορτικής βαλβίδας ενδέχεται να είναι και ασυμπτωματικοί και η νόσος να διαγιγνώσκεται κατά τη διάρκεια προσυμπτωματικού ελέγχου.
Η φυσική εξέλιξη της νόσου είναι η σταδιακή επιδείνωση με την πάροδο του χρόνου. Όταν οι ασθενείς αναπτύξουν συμπτώματα η θεραπεία είναι επιβεβλημένη, καθώς η πρόγνωση των ασθενών πλέον είναι δυσμενής (από 18 μήνες έως και 4 έτη, αναλόγως των συμπτωμάτων και των συνοσηροτήτων του ασθενούς). Η θεραπευτική αντιμετώπιση των ασθενών με σοβαρού βαθμού στένωση της αορτικής βαλβίδας που είναι ασυμπτωματικοί και των ασθενών με μετρίου βαθμού στένωση που είναι συμπτωματικοί είναι αντικείμενο έρευνας διεθνώς (μελέτες EVOLVED, TAVR UNLOAD) και, υπό προϋποθέσεις, ενδείκνυται.
Η μόνη θεραπευτική αντιμετώπιση της στένωσης της αορτικής βαλβίδας είναι η αντικατάσταση της βαλβίδας, διαδερμική (TAVI) ή χειρουργική.
Δεν υπάρχει φαρμακευτική αντιμετώπιση για τη θεραπεία της στένωσης της αορτικής βαλβίδας.
Ιστορικά, η χειρουργική αντιμετώπιση της νόσου με κλασική θωρακοτομή και αντικατάσταση της στενωμένης αορτικής βαλβίδας με νέα προσθετική βαλβίδα ήταν η μόνη θεραπευτική επιλογή των ασθενών.
Πριν από 20 περίπου χρόνια αναπτύχθηκε μία μη χειρουργική μέθοδος αντιμετώπισης της πάθησης. Περιλαμβάνει τη διαδερμική εμφύτευση προσθετικής βαλβίδας στη θέση της στενωμένης αορτικής βαλβίδας του ασθενούς και την προώθηση αυτής διαμέσου μεγάλων αγγείων, όπως η μηριαία αρτηρία. Η επέμβαση δεν απαιτεί ανοιχτή θωρακοτομή ούτε γενική αναισθησία. Πρόκειται για την επέμβαση TAVI (Transcatheter Aortic Valve Implantation, διακαθετηριακή εμφύτευση αορτικής βαλβίδας).
Η επέμβαση είναι αποτέλεσμα της πολυετούς έρευνας του καθηγητή Alain Cribier στην πόλη Rouen της Γαλλίας, και η πρώτη εμφύτευση σε ασθενή πραγματοποιήθηκε το 2002. Έκτοτε αριθμός πολυκεντρικών μελετών έχει αποδείξει την ασφάλεια και την αποτελεσματικότητα της επέμβασης (PARTNER II, SURTAVI).