TAVI (διαδερμική εμφύτευση αορτικής βαλβίδας)

Δομικές Καρδιοπάθειες

Επέμβαση TAVI (TransAortic Valve Implantation)

Εάν έχετε διαγνωστεί με στένωση αορτικής βαλβίδας, η διακαθετηριακή εμφύτευση αορτικής βαλβίδας (TAVI) είναι μία μη χειρουργική επιλογή αντιμετώπισης της νόσου σας.

Η αορτική βαλβίδα είναι μία από τις τέσσερις βαλβίδες της καρδιάς που ελέγχουν τη ροή του αίματος στην καρδιά. Η στένωση της αορτικής βαλβίδας επισυμβαίνει εξαιτίας επασβέστωσης, πάχυνσης ή σύντηξης των γλωχίνων της βαλβίδας με αποτέλεσμα την ανεπιτυχή της διάνοιξη. Σαν αποτέλεσμα, ο ασθενής βιώνει συμπτώματα, όπως η δύσπνοια, η στηθάγχη και η συγκποπή/προσυγκοπή.

Η επέμβαση TAVI είναι μία ελάχιστα επεμβατική μέθοδος αντιμετώπισης της στένωσης της αορτικής βαλβίδας, που αναπτύχθηκε πριν 20 περίπου χρόνια από τον Γάλλο Καθηγητή Alain Cribier, και έκτοτε εξελίσσεται συνεχώς. Πρόκειται για εναλλακτική μέθοδο της κλασικής χειρουργικής αντιμετώπισης της στένωσης της αορτικής βαλβίδας, που δεν απαιτεί χειρουργική διάνοιξη του θώρακα και χρήση εξωσωματικής κυκλοφορίας, και διενεργείται εξ’ολοκλήρου διαμέσου αγγείων.

Τι είναι η στένωση αορτικής βαλβίδας;

Η στένωση της αορτικής βαλβίδας είναι η πιο συχνή βαλβιδοπάθεια στην εποχή μας. Επηρεάζει κυρίως ασθενείς ηλικίας μεγαλύτερης των 70 ετών, ενώ και νεότεροι ασθενείς μπορούν να πάσχουν στα πλαίσια συγγενών καρδιοπαθειών, όπως η συγγενής δίπτυχη αορτική βαλβίδα.

Ο επιπολασμός της νόσου αυξάνεται στις δυτικές κοινωνίες, κυρίως εξαιτίας της γήρανσης του πληθυσμού, και αντιπροσωπεύει το 25-30% των βαλβιδοπαθειών των ενηλίκων. Σε ηλικίες άνω των 75 ετών η επίπτωση της νόσου υπολογίζεται μεταξύ 2.8-4.6%.

Η αορτική βαλβίδα αποτελείται από τρεις γλωχίνες και η ανατομική της θέση είναι μεταξύ της αριστερής κοιλίας και της αορτής.  Κατά τη διάρκεια της καρδιακής συστολής η βαλβίδα ανοίγει και διασφαλίζει την εξώθηση του αίματος από την αριστερή κοιλία στην αορτή και κατόπιν στη συστηματική κυκλοφορία. Κατά τη διάρκεια της διαστολής της αριστερής κοιλίας η βαλβίδα κλείνει και διασφαλίζει τη διαστολική κοιλιακή πλήρωση με αίμα, χωρίς διαφυγή αυτού προς τη συστηματική κυκλοφορία.

Η στένωση της αορτικής βαλβίδας είναι το αποτέλεσμα επασβέστωσης και σκλήρυνσης των γλωχίνων της, με αποτέλεσμα τον περιορισμό της διάνοιξης της βαλβίδας και επακόλουθα την αναποτελεσματική προώθηση του αίματος από την αριστερή κοιλία της καρδιάς στην αορτή.

Η πιο συχνή αιτιολογία της πάθησης είναι η εκφυλιστική. Η στένωση της βαλβίδας αφορά κατά κανόνα ηλικιωμένους ασθενείς, επισυμβαίνει σταδιακά και η φυσική της πορεία είναι η επιδείνωση με την πάροδο των ετών. Η βαλβίδα είναι πολύ συχνά επασβεστωμένη.

Η δεύτερη πιο συχνή αιτία είναι η συγγενής δίπτυχη αορτική βαλβίδα. Η επίπτωση της νόσου είναι 1-2% στον γενικό πληθυσμό. Ανατομικά η αορτική βαλβίδα αποτελείται από δύο γλωχίνες. Στην περίπτωση αυτή οι ασθενείς είναι κατά κανόνα νεότερης ηλικίας (η στένωση της αορτικής βαλβίδας επισυμβαίνει 10-20 χρόνια νωρίτερα συγκριτικά με τους ασθενείς με τρίπτυχη αορτική βαλβίδα).

Πώς γίνεται η διάγνωση

Η διάγνωση γίνεται με το διαθωρακικό υπερηχογράφημα καρδιάς, που είναι σε θέση να αναγνωρίσει τον περιορισμό της διάνοιξης της αορτικής βαλβίδας και να ποσοτικοποιήσει τη σοβαρότητα της στένωσης. Ως  σοβαρού βαθμού στένωση της αορτικής βαλβίδας ορίζεται η επιφάνεια του στομίου της βαλβίδας <1 cm2 (<0.6 cm2/m2) με κλίση πίεσης μεταξύ της αριστερής κοιλίας και της αορτής > 40 mm Hg. Σε ειδικές κατηγορίες ασθενών, όπως οι ασθενείς με πολυβαλβιδοπάθεια ή οι ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια και επηρεασμένη συστολική λειτουργικότητα της αριστερής κοιλίας, οι παραπάνω τιμές ενδέχεται να διαφοροποιούνται και να απαιτούνται περαιτέρω παρακλινικές εξετάσεις για την οριστικοποίηση της διάγνωσης (όπως το υπερηχογράφημα με stress, η αξονική τομογραφία ή η αιμοδυναμική αξιολόγηση).

Συμπτώματα

Τα βασικά συμπτώματα της νόσου είναι η συγκοπή (επεισόδια απώλειας συνείδησης με αυτόματη ανάνηψη αυτής), η στηθάγχη και η δύσπνοια κατά την κόπωση. Ασθενείς με σοβαρού βαθμού στένωση αορτικής βαλβίδας ενδέχεται να είναι και ασυμπτωματικοί και η νόσος να διαγιγνώσκεται κατά τη διάρκεια προσυμπτωματικού ελέγχου.

Η φυσική εξέλιξη της νόσου είναι η σταδιακή επιδείνωση με την πάροδο του χρόνου. Όταν οι ασθενείς αναπτύξουν συμπτώματα η θεραπεία είναι επιβεβλημένη, καθώς η πρόγνωση των ασθενών πλέον είναι δυσμενής (από 18 μήνες έως και 4 έτη, αναλόγως των συμπτωμάτων και των συνοσηροτήτων  του ασθενούς). Η θεραπευτική αντιμετώπιση των ασθενών με σοβαρού βαθμού στένωση της αορτικής βαλβίδας που είναι ασυμπτωματικοί και των ασθενών με μετρίου βαθμού στένωση που είναι συμπτωματικοί είναι αντικείμενο έρευνας διεθνώς (μελέτες EVOLVED, TAVR UNLOAD) και, υπό προϋποθέσεις, ενδείκνυται.

Η μόνη θεραπευτική αντιμετώπιση της στένωσης της αορτικής βαλβίδας είναι η αντικατάσταση της βαλβίδας, διαδερμική (TAVI) ή χειρουργική.

Δεν υπάρχει φαρμακευτική αντιμετώπιση για τη θεραπεία της στένωσης της αορτικής βαλβίδας.

Ιστορικά, η χειρουργική αντιμετώπιση της νόσου με κλασική θωρακοτομή και αντικατάσταση της στενωμένης αορτικής βαλβίδας με νέα προσθετική βαλβίδα ήταν η μόνη θεραπευτική επιλογή των ασθενών.

Πριν από 20 περίπου χρόνια αναπτύχθηκε μία μη χειρουργική μέθοδος αντιμετώπισης της πάθησης. Περιλαμβάνει τη διαδερμική εμφύτευση προσθετικής βαλβίδας στη θέση της στενωμένης αορτικής βαλβίδας του ασθενούς και την προώθηση αυτής διαμέσου μεγάλων αγγείων, όπως η μηριαία αρτηρία. Η επέμβαση δεν απαιτεί ανοιχτή θωρακοτομή ούτε γενική αναισθησία. Πρόκειται για την επέμβαση TAVI (Transcatheter Aortic Valve Implantation, διακαθετηριακή εμφύτευση αορτικής βαλβίδας).

Η επέμβαση είναι αποτέλεσμα της πολυετούς έρευνας του καθηγητή Alain Cribier στην πόλη Rouen της Γαλλίας, και η πρώτη εμφύτευση σε ασθενή πραγματοποιήθηκε το 2002. Έκτοτε αριθμός πολυκεντρικών μελετών έχει αποδείξει την ασφάλεια και την αποτελεσματικότητα της επέμβασης (PARTNER II, SURTAVI).

Ποιος μπορεί να ωφεληθεί από μία επέμβαση TAVI;

Ασθενείς με σοβαρού βαθμού στένωση της αορτικής βαλβίδας, που έχουν μετρίου προς υψηλού βαθμού χειρουργικό κίνδυνο ή κάποια απόλυτη αντένδειξη για να υποβληθούν σε καρδιοχειρουργική επέμβαση. Οι ασθενείς χαμηλού χειρουργικού κινδύνου έχουν την επιλογή και της χειρουργικής αντιμετώπισης της νόσου τους.

Πριν από την επέμβαση, οι ασθενείς-υποψήφιοι για TAVI θα πρέπει να υποβληθούν σε μια σειρά από εξετάσεις. Την κλινική εξέταση και τον εργαστηριακό έλεγχο συμπληρώνουν η διενέργεια στεφανιογραφίας και αξονικής τομογραφίας, ώστε να γίνουν οι μετρήσεις εκείνες (της βαλβίδας και των μεγάλων αγγείων), που θα επιτρέψουν τη σωστή επιλογή του τύπου και του μεγέθους της βιοπροσθετικής βαλβίδας, αλλά και την αγγειακή προσπέλαση που θα χρησιμοποιηθεί.

Μετά την ολοκλήρωση των παραπάνω εξετάσεων, αξιολογείται ο χειρουργικός κίνδυνος που αντιμετωπίζει ο κάθε ασθενής και αποφασίζεται από ομάδα ειδικών ιατρών (επεμβατικός καρδιολόγος, καρδιοχειρουργός – Heart Team) η βέλτιστη θεραπευτική επιλογή για τον ασθενή.

Η μελέτη χαμηλού κινδύνου ασθενών με σοβαρού βαθμού στένωση αορτικής βαλβίδας (low risk TAVI vs SAVR trials) αναδεικνύει ότι η επέμβαση TAVI παράγει μεσοπρόθεσμα συγκρίσιμα και σε πολλές περιπτώσεις ανώτερα αποτελέσματα από τη χειρουργική αντιμετώπιση της πάθησης (4-year Evolut low risk trial, 5-year PARTNER 3 trial, 2023). Περισσότερα δεδομένα αναμένονται τα επόμενα χρόνια σχετικά με τα μακροπρόθεσμα αποτελέσματα της TAVI στον πληθυσμό αυτό.

Πώς πραγματοποιείται η επέμβαση;

Η επέμβαση πραγματοποιείται υπό άσηπτες συνθήκες στο αιμοδυναμικό εργαστήριο από ομάδα δύο ιατρών και νοσηλευτών. Ο αναισθησιολόγος είναι υπεύθυνος για την αναλγησία και την ηρεμία του ασθενούς, χωρίς να απαιτείται διασωλήνωση.

Μετά τη χορήγηση τοπικής αναισθησίας γίνεται η αγγειακή προσπέλαση. H μηριαία αρτηρία χρησιμοποιείται ως βασική αρτηριακή προσπέλαση στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων. Σε περιπτώσεις που δεν είναι δυνατή η προσπέλαση των μηριαίων αρτηριών, είναι εφικτή η χρήση εναλλακτικών αγγειακών προσπελάσεων (υποκλείδιος αρτηρία, καρωτίδα) ή η διακορυφαία εμφύτευση της βαλβίδας σε συνεργασία με καρδιοχειρουργό. Ως δεύτερη/επικουρική αρτηριακή προσπέλαση χρησιμοποιείται κατά κανόνα μία κερκιδική αρτηρία.

Με τη χρήση υπερηχογραφικής καθοδήγησης ένας ειδικός καθετήρας («θηκάρι») τοποθετείται στη βασική αρτηρία και με τον τρόπο αυτή εξασφαλίζεται η ενδοαγγειακή προώθηση των υλικών της επέμβασης – καθετήρων και συστήματος προώθησης της βαλβίδας.

Ο επεμβατικός καρδιολόγος προωθεί τον καθετήρα με την προσθετική βαλβίδα στην επιθυμητή θέση, εντός της εκφυλισμένης/στενωτικής βαλβίδας του ασθενούς. Ακολουθεί η εμφύτευση της προσθετικής βαλβίδας που σαν αποτέλεσμα έχει την απώθηση των γλωχίνων της γηγενούς εκφυλισμένης αορτικής βαλβίδας στο τοίχωμα της αορτής. Ανάλογα με τον τύπο της προσθετικής βαλβίδας και την ανατομία του ασθενούς, ενδέχεται να χρειαστεί διαστολή με ειδικό μπαλόνι βαλβιδοπλαστικής πριν ή/και μετά την εμφύτευση της προσθετικής βαλβίδας για τη βελτιστοποίηση της λειτουργίας της προσθετικής βαλβίδας. Ο έλεγχος της σωστής λειτουργίας της προσθετικής βαλβίδας γίνεται αγγειογραφικά και υπερηχογραφικά κατά τη διάρκεια της εξέτασης.

Ο καρδιακός ρυθμός παρακολουθείται συνεχώς κατά τη διάρκεια της επέμβασης και υπάρχουν περιπτώσεις, που η τοποθέτηση προσωρινού βηματοδότη ή η εμφύτευση μόνιμου βηματοδότη είναι αναγκαία μετά την εμφύτευση της προσθετικής βαλβίδας.

Μετά την ολοκλήρωση της επέμβασης γίνεται η σύγκλειση των αρτηριακών προσπελάσεων με εξειδικευμένα υλικά και τεχνικές (suture based/plaque based devices).

Η διάρκεια της επέμβασης από την είσοδο του ασθενούς στο αιμοδυναμικό εργαστήριο μέχρι την έξοδο αυτού είναι συνήθως 60-90 λεπτά.

Στη συνέχεια ο ασθενής οδηγείται στη Στεφανιαία Μονάδα/Μονάδα Εντατικής Θεραπείας για 24 ώρες και κατόπιν σε κοινό θάλαμο νοσηλείας. Το τρίτο ή τέταρτο 24ωρο μετά την επέμβαση ο ασθενής δύναται να εξέλθει της κλινικής. Οι παραπάνω χρόνοι με την πάροδο των ετών βαίνουν μειούμενοι και ήδη υπάρχουν κέντρα στο εξωτερικό που δίνουν εξιτήριο στους ασθενείς τους 24 ώρες μετά την επέμβαση.

Ποιοι είναι οι κίνδυνοι της επέμβασης TAVI;

Κατά τη διάρκεια της επέμβασης TAVI γίνεται προσπέλαση μεγάλων αγγειακών κλάδων. Όπως σε όλες τις επεμβάσεις που απαιτούν προσπέλαση μεγάλων αγγείων, υπάρχει κίνδυνος να δημιουργηθεί τοπικό αιμάτωμα ή να προκληθεί μεγαλύτερη αιμορραγία κατά τον καθετηριασμό του αγγείου.

Ο βασικός κίνδυνος σχετιζόμενος με την εμφύτευση της προσθετικής βαλβίδας είναι ο τραυματισμός του ερεθισματαγωγού συστήματος της καρδιάς με αποτέλεσμα την ανάγκη για εμφύτευση μόνιμου βηματοδότη στον ασθενή. Το ποσοστό αυτό υπήρξε υψηλότερο στο παρελθόν και βαίνει μειούμενο με το χρόνο, χάρη στην εξέλιξη των βιοπροσθετικών βαλβίδων και τη βελτιστοποίηση των τεχνικών εμφύτευσης. Εξαρτάται από παράγοντες όπως το προϋπάρχων RBBB (δεξιός σκελικός αποκλεισμός), το βραχύ μεμβρανώδες μεσοκοιλιακό διάφραγμα, η χαμηλή εμφύτευση της προσθετικής βαλβίδας και η εκτεταμένη επασβέστωση στο χώρο εξόδου της αριστερής κοιλίας του ασθενούς. Κυμαίνεται περίπου στο 10% σε μεγάλες σειρές ασθενών διεθνώς (JACC Cardiovasc Interv 2017;10:268-275, Circulation: Cardiovascular Interventions. 2021;14:e009407).

Η παραβαλβιδική διαφυγή αίματος μετά την εμφύτευση της βιοπροσθετικής βαλβίδας είναι πλέον σπάνιο εύρημα εξαιτίας της εξέλιξης υλικών και τεχνικών εμφύτευσης της βαλβίδας τα τελευταία χρόνια.

Η επίπτωση εγκεφαλικού επεισοδίου κατά τη διάρκεια της επέμβασης κυμαίνεται στο 2%, ποσοστό χαμηλότερο εκείνου που καταγράφεται σε σειρές χειρουργικών ασθενών. Επιπλέον, διατίθενται τα τελευταία χρόνια συσκευές για επιπλέον προστασία των ασθενών από αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο κατά τη διάρκεια της επέμβασης TAVI (embolic protection devices).

Πόσο διαρκεί η νοσηλεία και τί φαρμακευτική αγωγή απαιτείται στη συνέχεια;

O ασθενής εισέρχεται της κλινικής μία ημέρα πριν την επέμβαση. Μετά την εμφύτευση της διακαθετηριακής βαλβίδας (TAVI) ο/η ασθενής οδηγείται στη Στεφανιαία Μονάδα/Μονάδα Εντατικής Θεραπείας για τουλάχιστον 24 ώρες και στη συνέχεια μεταφέρεται σε κοινό θάλαμο νοσηλείας για άλλες 2-3 ημέρες. Οι παραπάνω χρόνοι με την πάροδο των ετών βαίνουν μειούμενοι και ήδη υπάρχουν κέντρα στο εξωτερικό που δίνουν εξιτήριο στους ασθενείς τους 24 ώρες μετά την επέμβαση.

Κατά τη διάρκεια της νοσηλείας παρακολουθείται ο καρδιακός ρυθμός του/της ασθενούς και τα σημεία των αγγειακών προσπελάσεων, ενώ συστηματικός είναι και ο υπερηχογραφικός έλεγχος του ασθενούς.

Η κλινική και η υπερηχογραφική επανεκτίμηση του ασθενούς προγραμματίζεται ένα μήνα μετά την έξοδο αυτού από την κλινική.

Ο ασθενής, ανάλογα και με το λοιπό ατομικό του αναμνηστικό, θα πρέπει να λαμβάνει αντιαιμοπεταλιακή ή αντιπηκτική αγωγή μετά την επέμβαση TAVI, και να παρακολουθείται συστηματικά από τον θεράποντα καρδιολόγο του.

Επισκόπηση απορρήτου

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies, ώστε να μπορούμε να σας προσφέρουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία χρήσης. Οι πληροφορίες των cookies αποθηκεύονται στο πρόγραμμα περιήγησής σας και εκτελούν λειτουργίες όπως η αναγνώρισή σας όταν επιστρέφετε στον ιστότοπό μας και βοηθούν την ομάδα μας να κατανοήσει ποια τμήματα του ιστότοπου θεωρείτε πιο ενδιαφέροντα και χρήσιμα.